- υπουργήσιμος
- ος, ο[ν] претендующий на пост министра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπουργήσιμος — η, ο, Ν αυτός που είναι πιθανόν να γίνει υπουργός («ο τάδε φέρεται ως υπουργήσιμος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπουργώ + κατάλ. σιμος (πρβλ. συζητή σιμος). Η λ., στον πληθ. ὑπουργήσιμοι, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υπουργήσιμος — η, ο αυτός που έχει πιθανότητες να γίνει υπουργός, πιθανός υπουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)